- καταχρίεσθαι
- καταχρί̱εσθαι , κατά-χρίωtouch the surface of a body slightlypres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχρίω — (Α) 1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.) 2. μέσ. καταχρίομαι πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρίω… … Dictionary of Greek